τσιγκλώ

τσιγκλώ
τσίγκλησα, τσιγκλίστηκα, τσιγκλισμένος
1. μτβ., ερεθίζω ζώο με κεντρί, το κεντρίζω, το αγκυλώνω: Τσίγκλησε την αγελάδα και τον κλότσησε.
2. μτφ., ερεθίζω κάποιον με λόγια, τον πειράζω, τον φουρκίζω: Μη με τσιγκλάς, γιατί θα μαλώσουμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσιγκλώ — και τσιγκλάω Ν [τσίγκλα] 1. κεντρίζω ζώο 2. μτφ. ερεθίζω, πειράζω κάποιον με τα λόγια μου («μην τόν τσιγκλάς, γιατί θυμώνει εύκολα») …   Dictionary of Greek

  • τσιγκλιτάρα — η, Ν ζωολ. βλ. τσικλιτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τσιγκλώ] …   Dictionary of Greek

  • τσινώ — τσίνησα, τσινισμένος 1. αμτβ., (για ζώα), κλοτσώ, τινάζω τα πόδια προς τα πίσω, λακτίζω. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθίζομαι, εξοργίζομαι, δυσανασχετώ, δυστροπώ: Τσίνησε όταν του θύμισαν την παλιά καταδίκη του. 4. μτβ., εξοργίζω, ερεθίζω, τσιγκλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”